διαρρήξεως

διαρρήξεως
διαρρήξεω̆ς , διάρρηξις
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”